καποδιστριακός

καποδιστριακός
-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πρώτο κυβερνήτη τής Ελλάδας Ιωάννη Καποδίστρια ή ονομάστηκε προς τιμήν του («Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύριο όν. Καποδίστριας. Η λ. μαρτυρείται από το 1832 στην εφημερίδα Αθηνά].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • καποδιστριακός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στον Ιωάννη Καποδίστρια ή αυτός που ονομάστηκε για χάρη του: Έβγαλε το Kαποδιστριακό Πανεπιστήμιο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”